-
1 угол
1. (мат., тех) η γωνί/αвестовый - см. часовой -мор.) - της κλίσης- наклона (кривой траектории и т.п.) - κλίσης- напыления (между осью струи и покрываемой поверхностью) - ψεκασμού (ανάμεσα στον άξονα ροής και την επιφάνεια της επικάλυψης)предельный - опт. οριακή -путевой (нвг.) - πορείαςтрёхгранный - см. телесный -часовой - (нвг.)(вестовый угол) δυτική οριακή -шаговый(гребного винта) - βήματος (της έλικας)2.(место пересечения двух предметов двух сторон и т.п.) η γωνιά, ο κόμβοςτοσημείο συνάντησης (δύο αντικειμένων ή πλευρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угол
-
2 мундштук
1. тех. το ακροφύσιο 2. муз. τοεπιστόμιο (του μουσικού πνευστού οργάνου)3.(табачная трубка) η πίπα (του τσιγάρου)фильтрующую (в сигаретах) - του φιλτραρίσματος, разг. το φίλτρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мундштук
-
3 геометрия
1. (наука) η γεωμετρία 2. (форма, относительное расположение составных элементов) η γεωμετρία, η μορφήизменяемая ав. - μεταβλητή -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > геометрия
-
4 стержень
тех. το στέλεχοςη ράβδοςη βέργα (ξεν.)ο μοχλόςтяговый - η ράβδος ελκυσμού/ρημούλκησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стержень
См. также в других словарях:
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek